- δράνα
- και ντράνα, η1. αυλακωτή φυτεμένη περιοχή2. αναδενδράδα, αναρριχώμενο φυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. μτγ. δράνος, το «κατασκεύασμα» ή < αναδενδράνα, κατ' απόσπασιν, < αναδενδράδα < αρχ. αναδενδράς (-άδος)].
Dictionary of Greek. 2013.